Skip to content

Ποτέ μην ξαναπείς Bond (James Bond)

17/11/2008

Η αποδόμηση ενός θρύλου σε… 006 βήματα (όσα και οι ηθοποιοί που τον υποδύθηκαν)

Ακόμη κι ο ίδιος ο Μποντ θα αισθανόταν περήφανος για την ποικιλία των μέσων και των χώρων όπου έγινα θεατής των ταινιών του, προκειμένου να προετοιμασθώ για το παρόν κείμενο. Εκείνος συνήθως παίρνει ένα γρήγορο προφορικό brief από τον (ή την) Μ σ’ ένα γραφείο που μύριζε μαόνι και δέρμα κάποτε -σήμερα δεν μυρίζει τίποτε, παραείναι ντιζαϊνάτο για έξτρα αισθήσεις πέραν της όρασης και της αφής. Εγώ πάλι, ξεκίνησα το πρωί της Δευτέρας, 13 Οκτωβρίου, με τον «Δρα Νο» στο σαλόνι του σπιτιού μου, μπροστά από μια τηλεόραση LCD, για να καταλήξω στα Village Cinemas του Mall το πρωί της επόμενης Δευτέρας, 20 Οκτωβρίου, στην δημοσιογραφική προβολή του “Quantum of Solace”. Ενδιάμεσα, είδα ταινίες ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, στον iMac του γραφείου μου με τα πόδια αυθάδικα απλωμένα πάνω σε στοίβες ξένων περιοδικών, σ’ ένα φορητό DVD player που δεν είχα εκτιμήσει νωρίτερα, αλλά που πολύ με βόλεψε στη διαδρομή μέχρι τον ποταμό Λούσιο και πίσω, μετά το ράφτινγκ… Μέχρι και στην κερκίδα, απέναντι από το κυλικείο των δικαστηρίων της Ευελπίδων όπου βρέθηκα για μια «διά του Τύπου» υπόθεση, άνοιξα το laptop μου για να χαζέψω το «Eπιχείρηση Κινούμενος Στόχος» (αυτό που όλος ο υπόλοιπος κόσμος ξέρει ως “A View to a Kill”). Με ατάκες όπως «του είχα πουλήσει ένα πιστόλι παλιότερα μωρέ» να ακούγονται από τις διπλανές θέσεις, καλύπτοντας σε ένταση και γεννώντας περισσότερο γέλιο ακόμη κι από εκείνες του Ρότζερ Μουρ. 22 ταινίες σε μια εβδομάδα. Ενα αστείο που εξελίχθηκε σε εμμονή. Ακόμη και στην εκδρομή στον Λούσιο, θεώρησα χρέος μου να σταματήσω σ’ ένα γεφύρι και να δοκιμάσω μια κατάβαση rappel, 50 μέτρα κάθετα μέχρι την όχθη του ποταμού, μόνο και μόνο γιατί είχα δει τον 007 να το κάνει σε μια ταινία…
«Ποιος ο λόγος;», θα αναρωτηθεί ο φίλος αναγνώστης. Και θα έχει δίκιο. Στα μέσα της διαδρομής, με το κεφάλι ζαλισμένο από την υπερπληθώρα πληροφοριών γύρω από τα μπαλάκια του γκολφ της Slazenger, τις καλύτερες σοδειές της Dom Perignon και της Bollinger και το σε ποια περίσταση διπλώνουμε την pochette με τον presidential τρόπο και σε ποια με puff ή ανάποδο puff, αναρωτιόμουν τι ακριβώς θα εξυπηρετούσε αυτή η μαζοχιστική συνεύρεση με τον Πράκτορα 007. Βιβλίο δεν είχα σκοπό να γράψω και στο τετρασέλιδο του GK ήταν αδύνατον να χωρέσει τόση πληροφορία. Μετά τη θέαση του “Quantum of Solace”, όμως, η αποστολή μου απέκτησε ένα σκοπό. Ο άνθρωπος που κάποτε ταπείνωνε με λεπτή ειρωνεία ακόμη και τον καλύτερο ράφτη της Saville Row για μια διαφωνία πάνω σ’ ένα κομμάτι ύφασμα, ο μυστικός πράκτορας που έσωσε τον πλανήτη πέντε φορές από τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο κι άλλες τόσες από τον όλεθρο που θα επέφερε το μαγικό όπλο που κατασκεύασε κάποιος σχιζοφρενής, ο εραστής 52 γυναικών (τουλάχιστον 15 εκ των οποίων θα ήθελε ο οποιοσδήποτε από εμάς να έχει ρίξει στο κρεβάτι του…), έχει πια μετατραπεί σ’ ένα νερουλά της Βολιβίας, σ’ έναν αδιάφορο και χωρίς γούστο εραστή που αφήνει την πανέμορφη Ολια Κιουριλένκο και συμβιβάζεται με μιαν Αγγλίδα πατσαβούρα, σ’ έναν στυγνό εκτελεστή χωρίς ίχνος χιούμορ. Τα υπόλοιπα στον κινηματογράφο της γειτονιάς σας. Εδώ θα προσπαθήσω απλώς να απαντήσω σε 006 ερωτήματα, αποδομώντας με το γάντι τον θρύλο του 007 – και όχι τόσο άγαρμπα όσο κάνουν οι σεναριογράφοι του στην τελευταία ταινία. Ελπίζω αυτό το κομμάτι να μείνει σε κάποιων αναγνωστών τα αρχεία ως η έσχατη αναφορά σ’ έναν gentleman που χάθηκε πια για πάντα…

1. Φλογερός εραστής ή κόκορας;

Θεωρητικά ο Μποντ πήγε με 52 γυναίκες. Μόνο με μία τον είδαμε όμως να κουνιέται στο κρεββάτι. Ήταν η Χάλε Μπέρι. Αλλά ακόμη κι εκεί, δεν είμαστε σίγουροι τι ακριβώς συνέβη...

52 κατακτήσεις σε 46 χρόνια καριέρας δεν είναι δα και κάποιο συναρπαστικό σκορ. Αν υπολογίσει κανείς ότι ασχολείται και με ανυπόφορα «μετριάκια» (η ψυχολόγος του “Goldeneye” και η Φιλντς του “Quantum of Solace”, για παράδειγμα, δεν είναι ακριβώς «επιτυχίες») και, κυρίως, ότι οι περισσότερες εντυπωσιάζονται κυρίως από τα ακριβά του αυτοκίνητα και το κομψό του ντύσιμο -αυτά που του παρέχει  η ΜΙ6, δηλαδή- θα καταλάβει ότι το σκορ θα ήταν πολύ πιο χαμηλό αν δούλευε στην ΚΥΠ. Οι ατάκες του είναι εξαιρετικές, προδίδουν εξυπνάδα και μόρφωση, αλλά με λίγη εκπαίδευση ο καθένας μας μπορεί να ετοιμάσει μια σειρά τέτοιων με σκοπό ένα one night stand. Ετσι κι αλλιώς, ο Μποντ δεν θα κάτσει μαζί με τα κορίτσια του για πολύ περισσότερο από μια βραδιά. Αυτό που με προβληματίζει περισσότερο είναι ότι η μία και μοναδική σκηνή σεξ έρχεται μόλις στην 20ή ταινία, με παρτενέρ τη Χάλι Μπέρι. Κι αυτή είναι η πρώτη του συνεύρεση έπειτα από 14 μήνες σ’ ένα μπουντρούμι των βορειοκορεατικών φυλακών. Ενας Θεός ξέρει τι του είχαν κάνει εκεί κάτω και ο σκηνοθέτης ήθελε να αποδείξει στο κοινό ότι ο Μποντ παραμένει στρέιτ και ορεξάτος. Αλλά επιμένω: όλες οι υπόλοιπες συνευρέσεις απλώς υπονοούνται με μια σκηνή που δείχνει το ζευγαράκι να γουργουρίζει στο κρεβάτι πλήρως ικανοποιημένο μετά την πράξη. Το ποια πράξη ακριβώς ήταν αυτή -αν, για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκαν σεξουαλικά βοηθήματα, και ποιος είχε τον παθητικό ρόλο- δεν το μαθαίνουμε ποτέ. Είναι ο Μποντ γκέι; Ας μη βγάλουμε βιαστικά συμπεράσματα…

2. Τι μας λέει το γούστο του στις γυναίκες;

Η Πούσι Γκαλόρ (όπως την υποδύθηκε η Όνορ Μπλάκμαν) είναι το αρχετυπικό bong girl.

Μας λέει ότι πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για τον ήρωά μας. Ο.Κ., παραπάνω τον έκραξα για δύο από τις κατακτήσεις του, προβληματίσθηκα με την απροθυμία του να προσκαλέσει τον κινηματογραφικό φακό κάτω από τα σεντόνια του, αλλά δεν μπορώ να μη δηλώσω ερωτευμένος με κάποια από τα bond girls. Κατ’ αρχάς, με τις τρεις καλλίγραμμες, ατίθασες και έτοιμες για δράση καλλονές που το κοινό γνώρισε ως Φιόνα Βόλπε (η «κακιά» του “Thunderball” που υποδύεται η κοκκινομάλλα Ιταλίδα Λουτσιάνα Παλούτσι), Στέισι Σάτον (από το “A View to a Kill”, την οποία ενσαρκώνει η «Σίνα, η βασίλισσα της Ζούγκλας» και μετέπειτα «βασίλισσα» του σοφτ πορνό, Τάνια Ρόμπερτς) και Κρίστμας Τζόουνς (η υπέροχη Ντενίζ Ρίτσαρντς στο «Ο κόσμος δεν είναι αρκετός»). Ηγέτις της συνομοταξίας των «ζουμερών» bond girls όμως δεν είναι άλλη από την Πούσι Γκαλόρ (την παίζει η Ονορ Μπλάκμαν στον «Χρυσοδάκτυλο»), λεσβία στο βιβλίο του Φλέμινγκ -ορίστε άλλο ένα ιντριγκαδόρικο στοιχείο για τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Μποντ- και μακράν η ομορφότερη και εντυπωσιακότερη συνοδός του στις περιπέτειές του ως 007. H Πούσι Γκαλόρ (με όνομα που μοιάζει βγαλμένο, είναι η αλήθεια, από πορνοταινία του Ρον Τζέρεμι) είναι το αρχετυπικό bond girl και η Μπλάκμαν προσγειώθηκε στον πλανήτη του 007 μετά τους τηλεοπτικούς «Εκδικητές». Εκεί την αντικατέστησε η έξοχη Νταϊάνα Ριγκ, που λίγα χρόνια μετά, εμφανίστηκε ως Τρέισι Ντράκο στο «Στην Υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος» για να κάνει τον Μποντ να ερωτευθεί και να παντρευτεί για πρώτη και μοναδική φορά -υπήρξε κι ένας εικονικός γάμος στο «Ζεις μονάχα δυο φορές».

Η Ριγκ είναι από τις αγαπημένες μου. Αν ήταν να παντρευτώ κι εγώ ένα από τα bond girls, αυτήν θα διάλεγα! Ή την Χόλι Γκούντχεντ, την πράκτορα της CIA από το κωμικό “Moonraker” (την υποδύεται η Λόις Τσάιλς). Δίπλα στην Πούσι Γκαλόρ, πάντως, στο βάθρο με τις πιο γοητευτικές παρουσίες στις ταινίες του 007 -κι ας μην πλησιάζουν πολύ κοντά στο αρχετυπικό “bond girl”- ανεβαίνουν εύκολα οι Χάλι Μπέρι και Μπριτ Εκλαντ (από τα «Πέθανε μιαν άλλη μέρα» και «Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι», αντίστοιχα), αμφότερες με ζουμερή προσωπική ιστορία και αρκετά αποκαλυπτικές -με τα μαγιό τους- μέσα στις ταινίες ώστε να τις θυμόμαστε για πάντα. Οπως φυσικά και την πρώτη απ’ όλες, την Ούρσουλα Αντρες (ως Χάνι Ράιντερ – κι άλλο όνομα από τσόντα!) στον «Δρα Νο», η οποία όμως -πέραν του απίστευτου προσώπου- παραήταν «κλεψυδρωτή» στο σώμα για τα γούστα μου. Χώρια που στη σκηνή όπου υποτίθεται ότι είναι γυμνή έκανα pause στο DVD player και διαπίστωσα με φρίκη ότι φοράει ολόσωμο μαγιό στο χρώμα του δέρματος…

3. Γιατί τον γουστάρουν τόσο;

O οίκος Brioni και, φυσικά, ο Πιρς Μπρόσναν ανανέωσαν την εικόνα του Τζέιμς Μποντ την δεκαετία του '90.

Είπαμε: Ατάκες γεμάτες φλέγμα, καλή γνώση της απαραίτητης κάβας, sur mesure κοστούμια από τη Saville Row για τους Κόνερι, Μουρ, Λέιζενμπι και Ντάλτον και ραμμένα από τον οίκο Brioni για τους Μπρόσναν και Κρεγκ, σωστή χρήση της pochette, των δίχρωμων corresponded παπουτσιών, του μπαστουνιού του γκολφ, της κυνηγετικής καραμπίνας, των μπατόν του σκι… Επίσης, μια Lotus Esprit που γίνεται υποβρύχιο («H κατάσκοπος που μ’ αγάπησε»), μια Aston Martin DB5 (από τον «Χρυσοδάκτυλο» και μετά σε μπόλικες εμφανίσεις), μια BMW Z8 («O κόσμος δεν είναι αρκετός») και μπόλικα ακόμη αυτοκίνητα – γκομενοπαγίδες. Ενα Rolex Submariner στον καρπό του Σον Κόνερι κι ένα παρόμοιο Omega Seatimer για τον Πιρς Μπρόσναν και τον Ντάνιελ Κρεγκ δεν είναι ρολόγια που περνούν απαρατήρητα. Ακόμη και το Seiko του Ρότζερ Μουρ με τους ψηφιακούς αριθμούς, τότε που τα quartz μεσουρανούσαν, κάποιο βλέμμα επιδοκιμασίας θα κέρδισε… Ολα τα παραπάνω είναι, φυσικά, «όπλα» που μπορούν να γυρίσουν εναντίον σου, αν είσαι επιδειξιομανής. Και ο Μποντ φρόντιζε να μη βγάζει αυτή του την πλευρά μπροστά στις κυρίες. Γιατί μπροστά στους κυρίους -στους ανωτέρους του ιδίως- δεν έχει διστάσει να πετάξει ατάκες όπως: «Το σάκε είναι στην ιδανική θερμοκρασία. 98,4 βαθμοί Φαρενάιτ!» (διά στόματος Σον Κόνερι στο «Ζεις μονάχα δυο φορές»).

4. Mήπως η αξία του χαμένου καθορίζει την ποιότητα του νικητή;

O Tέλι Σαβάλας ως Έρνστ Σταύρο Μπλόφελντ ήταν ο καλλίτερος "κακός" που αναμετρήθηκε ποτέ με τον 007.

Αναμφίβολα! Οπως εξίσου αναμφίβολα οι καλύτεροι «κακοί» από τους 22 αντιπάλους του Τζέιμς Μποντ είναι αυτοί που τους υποδύονται οι καλύτεροι ηθοποιοί. Ο Ερνστ Σταύρο Μπλόφελντ του Τέλι Σαβάλας («Στην Υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος»), o Σκαραμάγκα του Κρίστοφερ Λι («Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι»), ο Μαξ Ζόριν του Κρίστοφερ Γουόκεν (“A View to a Kill”) και η έκπληξη Αντόλφο Τσέλι (ως Εμίλιο Λάργκο στο “Thunderball”) είναι πειστικοί killers. Οι πλούσιοι της διπλανής πόρτας που μια μέρα αποφάσισαν να καταστρέψουν τον κόσμο. Ολοι οι υπόλοιποι είναι γραφικές καρικατούρες. Ιδανικοί για να τους διακωμωδεί ο Μάικ Μάγιερς στο «Οστιν Πάουερς». Είσαι από νωρίς σίγουρος ότι ο 007 θα τους «καθαρίσει» εύκολα. Αλλά με τους τέσσερις προαναφερθέντες πραγματικά τρομάζεις. Η πισίνα με τους καρχαρίες του Λάργκο, οι κουλ συζητήσεις του Λέιζενμπι με τον Σαβάλας, οι ψυχωτικές κρίσεις του Μαξ Ζόριν και η απόλυτη σιγουριά στο παίξιμο του Κρίστοφερ Λι σου δημιουργούν τις μοναδικές αγχωτικές στιγμές στην 46χρονη ιστορία του κινηματογραφικού Τζέιμς Μποντ. Το περισσότερο γέλιο το προκαλούν φιγούρες όπως ο «Σαγόνιας», ο Κρόνκστιν (Ρώσος πράκτορας – σκακιστής!), η Ξένια Ονατοπ (έρχεται σε οργασμό σκοτώνοντας και μπορεί να σε κόψει στα δύο με τα… μπούτια της).

5. Οι «καλοί» παίζουν κάποιο ρόλο;

Τι θα ήταν άραγε ο Μποντ χωρίς τον Q και τα γκατζετάκια του;

Δυστυχώς, ο ρόλος του ανθρώπου της CIA Φίλιξ Λέιτερ είναι υποβιβασμένος στις ταινίες, σε σχέση με τα βιβλία του Φλέμινγκ. Ακόμη και στο “License to Kill”, όπου ο «κακός» σκοτώνει τη σύζυγό του και τον κουτσουρεύει ταΐζοντάς τον σε ένα καρχαρία, ο ρόλος του είναι λίγος. Τα λόγια περιττεύουν όταν πρέπει να αναφερθείς στον Q – πιο αγαπημένη φιγούρα κι από τον ίδιο τον Μποντ. Ο «Κύρος Γρανάζης» της ΜΙ6 εμφανίζεται από τη δεύτερη ταινία («Απ’ τη Ρωσία με αγάπη») και -με τον Ντέσμοντ Λιουέλιν να τον υποδύεται- μας εντυπωσιάζει ανελλιπώς με τα γκατζετάκια του μέχρι και την 19η («Ο κόσμος δεν είναι αρκετός»). Στο «Για τα μάτια σου μόνο» μεταμφιέζεται σε παπά για να συναντήσει τον 007 σε ένα ελληνικό νησί. Εδώ για μία και μοναδική φορά δεν υπάρχει Μ. Τον επικεφαλής της ΜΙ6 υποδυόταν μέχρι την προηγούμενη ταινία (”Moonraker”) ο Μπέρναρντ Λι, ενσαρκώνει από το “Goldeneye” και μετά η Τζούντι Ντεντς και στις τέσσερις ενδιάμεσες ταινίες έπαιξε ο άχρωμος Ρόμπερτ Μπράουν. Δυστυχώς, η φετιχιστική μου εμμονή με τις ταινίες του Μποντ δεν λειτούργησε τόσο ώστε να μετρήσω πόσες φορές οι προαναφερθέντες, τα bond girls και διάφοροι άλλοι παρατρεχάμενοι σώζουν τελευταία στιγμή τον Μποντ. Αλλά ένα είναι σίγουρο: Χωρίς τους «καλούς» δεν θα είχε προχωρήσει πέρα από τον «Δρα Νο». Αλλά και οι «κακοί» δεν πήραν το μάθημά τους από την πρώτη ταινία. Αντί να «καθαρίζουν» τον 007 με το που τον βλέπουν, κάθονται όλοι και του πιάνουν την κουβέντα!

6. Ποιος είναι ο καλύτερος Μποντ;

Ο Ρότζερ Μουρ έπεσε πάνω στην «άκομψη» δεκαετία του '70 και στην καρτουνοποίηση του ήρωα, αλλά φρόντισε να χειριστεί τον 007 του με αυτοσαρκασμό. Ήταν ο καλλίτερος Μποντ από τους 6 που τον έχουν υποδυθεί.

Ναι, φτάσαμε στο κρίσιμο ερώτημα! Ας βγάλουμε τον Ντάνιελ Κρεγκ ευθύς εξ αρχής από τις πιθανές απαντήσεις. Ο καλύτερος ηθοποιός που έχει υποδυθεί ποτέ τον 007 κλήθηκε ακριβώς επειδή είναι τόσο σπουδαίος απόγονος του Θέσπιος: ο ρόλος του είναι να επαναπροσδιορίσει τον ήρωα, να τον φέρει πιο κοντά στα πρότυπα του Τζέισον Μπορν και να μας κάνει να δίνουμε λιγότερη σημασία στο ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να πιει κανείς ένα βότκα μαρτίνι ή με ποιο μπράντι ταιριάζει καλύτερα ένα πούρο. Πολλές φίλες μου ρίγησαν από την λίμπιντό τους βλέποντάς τον στο “Casino Royale” να αναδύεται από τη θάλασσα ως άλλη Ούρσουλα Αντρες ή Χάλι Μπέρι. Για τους λάθος λόγους όμως: Το look Πολωνού γυψοσανιδά με τέλειο six-pack κοιλιακών ευδοκιμεί όλο το καλοκαίρι στην παραλία του Σχινιά, μπροστά στο δάσος. Ο Τζέιμς Μποντ οφείλει να είναι κάτι παραπάνω από ένας καλογυμνασμένος γκόμενος που ξέρει να παίζει και μπουνιές.

Ο Σον Κόνερι έθεσε το πρότυπο: Τα κοστούμια τού κάθονταν τέλεια, το παίξιμο ήταν ελαφρά ειρωνικό (σαν να έλεγε: «Ο.Κ., στην υπηρεσία του Α.Μ., αλλά μην τρελαθούμε κιόλας»), τα κορίτσια ταίριαζαν απόλυτα στο στυλ του. Αλλά ο Κόνερι ήταν απλώς ένας τυχερός βλαχοσκωτσέζος με ωραία φάτσα και παράστημα. Ο Ανδρέας Μπάρκουλης θα έκανε ένα καλύτερο Μποντ -και οποιοσδήποτε ψηλός και μελαχρινός γόης της εποχής…
Ο Τζορτζ Λέιζενμπι είναι ο μεγάλος αδικημένος. Δεν τον πήγαινε ο σκηνοθέτης, έβαλε να του ντουμπλάρουν τη φωνή, ήταν Αυστραλός (άρα δεν τον πήγαινε ούτε ο βρετανικός Τύπος), δεν τον πήγαινε ούτε η συμπρωταγωνίστριά του, Νταϊάνα Ριγκ. Κι όμως, το «Στην Υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος» είναι μία από τις καλύτερες ταινίες της σειράς και η πρώτη όπου ο Μποντ πρέπει να εμφανισθεί και συναισθηματικός, ερωτευμένος, παθιασμένος, εκτός από στυγνός εκτελεστής. Ο Λέιζενμπι τα καταφέρνει μια χαρά με τη σύνθετη παλέτα ρόλων, αλλά το παρασκήνιο τον έφαγε. Στην επόμενη ταινία ξανάφεραν τον Κόνερι…
Ο Ρότζερ Μουρ είναι μια όαση στην πρώτη του ταινία, το «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν» του 1973. Φέρνει την αριστοκρατική γοητεία του «Αγιου» και των «Αντίζηλων» στη σειρά των ταινιών των Μποντ και όταν λέει «Προτιμώ την Dom Perignon του ’57» ξέρεις ότι το λέει ένας άνθρωπος που έχει γευθεί όλες τις Dom Perignon, τις Moet και τις Bollinger και γνωρίζει ακριβώς για ποιο πράγμα μιλάει. Ατύχησε στο ότι έπεσε πάνω στα στυλιστικά άθλια ’70s και ’80s και βρέθηκε να φοράει μέχρι και ξεβαμμένο τζιν συνολάκι (παντελόνι και μπουφάν) πάνω από φανελάκι. Ή safari σακάκια με επωμίδες και καρό μπλέιζερ με τεράστια πέτα και ζιβάγκο από μέσα… Ατύχησε, επίσης, στο ότι τον άφησαν να γεράσει. Ηταν ήδη τρία χρόνια μεγαλύτερος του Κόνερι (που με τη σειρά του έδειχνε τόσο γερασμένος στο «Τα διαμάντια είναι παντοτινά») κι όμως έπαιξε σε επτά ταινίες και αποχώρησε από το ρόλο του Μποντ στα 58 του, όταν ο Κόνερι το έκανε στα 41!
Για τον Τίμοθι Ντάλτον έχει ήδη μιλήσει η ιστορία, στέλνοντάς τον στην απόλυτη λήθη. Σύμφωνοι, το «Με το δάχτυλο στην σκανδάλη» είχε χάλια σενάριο, σκηνοθεσία, τοπία… Αλλά και στο “License to kill”, όπου όλα ήταν ευνοϊκά, δεν τα πήγε καλύτερα. Αχρωμος, ξενέρωτος, χάλια κούρεμα.
Ο Πιρς Μπρόσναν αντικειμενικά είναι ο καλύτερος Μποντ απ’ όλους. Πανέμορφος, τέλεια ντυμένος, πιο στυλάτος από τον Κόνερι, πιο κοντά στον ρόλο (και λόρδος, αλλά και αλήτης) από τον Μουρ, ευτύχησε από τη μία να εμφανιστεί όταν πια τα εφέ ήταν ικανά να αποδώσουν σωστά το μεγαλείο ενός Μποντ, αλλά ατύχησε στο ότι οι παραγωγοί τα παραχρησιμοποίησαν. Και μπορεί το “Goldeneye” να ήταν ίσως η καλύτερη ταινία της σειράς μετά τον «Χρυσοδάκτυλο», αλλά το «Πέθανε μια άλλη μέρα» ήταν μία από τις χειρότερες, αφού περισσότερο μοιάζει με ένα videogame παρά με κατασκοπική περιπέτεια. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο 007 δεν είναι για να τον παίρνεις και πολύ στα σοβαρά. Κι επειδή και στον αυτοσαρκασμό είναι μακράν καλύτερος ο Ρότζερ Μουρ, θα απονείμω σ’ αυτόν το χρυσό μετάλλιο τελικά…
(Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό GK, το Νοέμβριο του 2008)
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: The 007 Countdown (όπως δημοσιεύθηκε στο blog “Πο Πο Culture!”) |Τζέημς Μποντ, Πράκτωρ 007 Εναντίον Δρος Νο|  |Τζέημς Μποντ, Πράκτωρ 007 σε Παγίδα| |Τζέημς Μποντ, Πράκτωρ 007 εναντίον Χρυσοδάκτυλου| |Τζέημς Μποντ, Πράκτωρ 007. Επιχείρησις «Κεραυνός»| |Τζέημς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ζεις μονάχα δυο φορές| |Τζέημς Μποντ, Πράκτωρ 007 Στην Υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος| |Τζέημς Μποντ, Πράκτωρ 007. Τα διαμάντια είναι παντοτινά| |Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν| |Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι| |Η κατάσκοπος που μ’ αγάπησε| |Επιχείρησις Μουνρέηκερ| |Για τα μάτια σου μόνο| |Επιχείρηση Οκτόπουσσυ| |Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος| |Με το δάχτυλο στην σκανδάλη| |Προσωπική Εκδίκηση| |Goldeneye| |Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει| |Ο κόσμος δεν είναι αρκετός| |Πέθανε μια άλλη μέρα| |Casino Royale|
No comments yet

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: