Michael Schumacher: Ο πιο σπουδαίος. Και ο πιο άτυχος.
Η σχέση του κορυφαίου πιλότου Φόρμουλα 1 όλων των εποχών με τον κίνδυνο, η ικανότητά του στο σκι και το ατύχημα που ίσως του κοστίσει τη ζωή του.
«Σούμι, Σούμι, μια φωτογραφία!» Είναι Ιανουάριος του 2004, δέκα χρόνια σαν σήμερα, και στην έξοδο του λιφτ ένας σκιέρ, ντυμένος με κόκκινη στολή του σκι με το σήμα της Ferrari, μας κάνει να ξεχάσουμε προς στιγμήν τη λαχτάρα μας να ξεχυθούμε στην πίστα. Βρισκόμαστε στο χιονοδρομικό της Μαντόνα ντι Καμπίλιο, στους ιταλικούς Δολομίτες, παρέα με τον 6 φορές τότε παγκόσμιο πρωταθλητή της Φόρμουλα 1. Προλαβαίνουμε να βγάλουμε μια γρήγορη φωτογραφία, πριν ο Μίκαελ Σουμάχερ μας χαμογελάσει ευγενικά, στερεώσει το μαύρο κράνος του, πιέσει τα μπατόν και εξαφανιστεί σε δευτερόλεπτα από το οπτικό μας πεδίο, χωρίς να μας αφήσει ούτε μισή ελπίδα ότι θα τον προλάβουμε με τα πέδιλά μας. Απιαστος έμεινε και στο αγωνιστικό επίπεδο, κλείνοντας εκείνη τη σεζόν με έναν ακόμη τίτλο, καταγράφοντας έτσι το απόλυτο ρεκόρ των 7 πρωταθλημάτων, που τον χαρακτηρίζει δικαιωματικά κορυφαίο πιλότο Φόρμουλα 1 όλων των εποχών.
Την επόμενη χρονιά που τον ξανασυναντήσαμε -πάλι στη Μαντόνα-, φορούσαμε κι εμείς πια κράνη. Εκείνα τα χρόνια θεωρούνταν ακόμη αξεσουάρ για «επαγγελματίες». Οι περισσότεροι κατηφορίζαμε τις πίστες με σκουφιά• αλλά το να βλέπεις τον Σουμάχερ να παίρνει τόσο σοβαρά το θέμα της ασφάλειάς του εκεί όπου βρισκόταν για αναψυχή, ήταν ένα παράδειγμα που δεν το αγνοείς έτσι εύκολα. Στην πίστα, βέβαια, με κράνος ή χωρίς, πάλι μέναμε πίσω – ο Σούμι έχει διαφορετική σχέση με την ταχύτητα απ’ ό,τι ο μέσος άνθρωπος. Και στο σκι, το πιο αγαπημένο του χόμπι μετά το ποδόσφαιρο, είχε αποκτήσει εξαιρετική τεχνική και αξιοσημείωτη αίσθηση του πατήματος στα πέδιλα.
Σκι, όπως Φόρμουλα 1
Αν έχεις αυτά τα δύο, βρίσκεσαι σε καλή φυσική κατάσταση και έχεις μια βασική γνώση της πίστας και καλή ορατότητα, έπειτα από λίγο μπορείς εύκολα να αρχίσεις να την κατεβαίνεις με 60 χιλιόμετρα την ώρα. Σύμφωνα με τους ειδικούς -και τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες εδώ και κάποια χρόνια προσπαθούν να επιβάλουν όρια ταχύτητας στα χιονοδρομικά κέντρα- από αυτό το σημείο και πάνω, το σκι αρχίζει να γίνεται επικίνδυνο. Το πλήθος των σκιέρ που κινούνται στην πίστα, οι όλο και περισσότεροι φίλοι του σνόουμπορντ, που είναι πολύ πιο δύσκολο να τεθεί υπό έλεγχο, και τα σημεία όπου το χιόνι έχει χειρότερη ποιότητα (πάγο ή κάποια σημαντική ανωμαλία) καθιστούν ακόμη και την ελάχιστη απόσπαση της προσοχής επικίνδυνη.

Ιανουάριος 1995, Μαντόνα ντι Καμπίλιο. Άλλη μια συνάντηση με τον Σούμι, σε σάλα για ποδόσφαιρο αυτή τη φορά.
Ο Σουμάχερ, βέβαια, ήταν ένας άνθρωπος μαθημένος να προσμετρά ακόμη περισσότερους παράγοντες, στριμωγμένος μάλιστα σε ένα κλειστοφοβικό κόκπιτ, με το κεφάλι του εκτεθειμένο και πενταπλάσια ταχύτητα από αυτήν που καθιστά το σκι επικίνδυνο. Όχι απλώς μαθημένος• ήταν ο καλύτερος που υπήρξε ποτέ. Όσοι άκουσαν την είδηση για τον σοβαρότατο τραυματισμό του στις 29 Δεκεμβρίου στη Μεριμπέλ της Γαλλίας, ίσως φαντάστηκαν ότι επρόκειτο για ένα από τα συνήθη ατυχήματα στις πίστες. Και όμως, ο Σούμι δεν είχε προδοθεί από την ταχύτητα – το ατύχημα είχε συμβεί εκτός πίστας. Αυτό μού έκανε μεγαλύτερη εντύπωση. Θεωρούσα δεδομένο ότι ο Μίκαελ Σουμάχερ θα φορούσε κράνος και θα ήξερε το σημείο στο οποίο έκανε σκι. Και ήταν όντως έτσι. Όταν το τι είχε ακριβώς συμβεί ξεκαθάρισε περισσότερο, η είδηση έμοιαζε με τραγική ειρωνεία: Δεν έτρεχε γρήγορα, είχε λάβει όλα τα μέτρα ασφαλείας, δεν έπεσε θύμα χιονοστιβάδας, που είναι ο πιο μεγάλος κίνδυνος του off-piste. Ήταν απλώς η κακιά στιγμή…
Ο μοιραίος βράχος
Ο Μίκαελ Σουμάχερ έως το 2006 ήταν ιδιοκτήτης ενός σαλέ στο Τρίσιλ της Νορβηγίας, στα σύνορα με τη Σουηδία. Εκεί περνούσε με την οικογένειά του το μεγαλύτερο μέρος του χειμώνα, βελτιώνοντας ακόμη περισσότερο τις ικανότητές του στο σκι και διδάσκοντας το σπορ στα δύο παιδιά του. Από την επόμενη χρονιά, μετακόμισε στον νέο του χειμερινό προορισμό, τις 3 Vallées της γαλλικής Σαβοΐας, μόλις δύο ώρες με το αυτοκίνητο από το σπίτι του στη λίμνη της Γενεύης. Το σαλέ του βρίσκεται στη μέση του μεγαλύτερου χιονοδρομικού κέντρου της Ευρώπης. Έχοντας κάνει σνόουμπορντ εκεί πριν από μερικά χρόνια, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι το σημείο όπου είχε το μοιραίο ατύχημα ο Γερμανός υπερπρωταθλητής της Φόρμουλα 1, δεν ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο.
Βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πίστες -μία μπλε (για αρχάριους) και μία κόκκινη (για προχωρημένους). Θα βρεθείς εκεί είτε από αστοχία να διαλέξεις τη σωστή πίστα, επειδή κινείσαι πολύ γρήγορα, είτε για βόλτα, για να πάρεις λίγο την αίσθηση του απάτητου χιονιού. Όποιος έχει κάνει σκι στον Παρνασσό, ας φανταστεί το κομμάτι ανάμεσα στον «Ηρακλή» και στη «Διηάνειρα». Δεν έχει μεγάλη κλίση που θα καθιστούσε τη σκιοδρομία δύσκολη, αλλά έχει αρκετούς βράχους. Όπως δείχνουν τα στοιχεία που έχουν γίνει γνωστά ως τώρα, ο Μίκαελ Σουμάχερ δεν μπήκε στο σημείο αυτό με μεγάλη ταχύτητα. Δεν είναι σαφές αν έχασε το δρόμο του ή πήγε επίτηδες εκεί. Ίσως να συνειδητοποίησε ότι κάποιο μέλος της παρέας του είχε διαλέξει την μπλε πίστα, ενώ εκείνος είχε πάρει την κόκκινη και ήθελε να τον ακολουθήσει. Ίσως να πήγε να βοηθήσει κάποιο φίλο του, όπως ακούστηκε αρχικά. Πάντως ο βράχος τον οποίο χτύπησε δεν ήταν ούτε δέκα μέτρα μακριά από το πατημένο χιόνι. Σχεδόν δεν μπορείς καν να το πεις «σκι εκτός πίστας».
Το χτύπημα του Μίκαελ Σουμάχερ ήταν σαν ένα γλίστρημα στο μπάνιο. Έχασε την ισορροπία του περνώντας πάνω από ένα λιγότερο ορατό βράχο, προσέκρουσε πάνω σε έναν άλλον, με αποτέλεσμα να πέσει με το κεφάλι σε έναν τρίτο. Και ήταν τόσο άτυχος που το κράνος του, που φορούσε ακριβώς για την περίπτωση μιας τέτοιας πτώσης, να σπάσει. Δεν είχε να κάνει με ρίσκο, με υψηλή ταχύτητα, με πράγματα που θα περίμενες από κάποιον αδίστακτο λάτρη της αδρεναλίνης.
Ένας αθλητής – ρομπότ
Ίσως γιατί ο Σουμάχερ δεν ήταν τέτοιος. Αυτό που τον ξεχώρισε απ’ όλους τους υπόλοιπους πιλότους της Φόρμουλα 1 δεν ήταν το ότι αψηφούσε τον κίνδυνο. Αλλά ακριβώς το αντίθετο. Ο Σουμάχερ ήταν ένας πιλότος – ρομπότ. Τελειομανής, με ικανότητα να υπολογίζει τα πάντα σε κλάσματα του δευτερολέπτου και με εξαιρετική ψυχραιμία. Ήξερε από πού ερχόταν ο κίνδυνος και πώς να τον αποφύγει χωρίς να χάσει ούτε ένα πολύτιμο αγωνιστικό δευτερόλεπτο. Επίσης, πάντα μάθαινε από τα (ελάχιστα) λάθη του. Οι δύο-τρεις φορές που έκανε επικίνδυνα πράγματα στην πίστα, έγιναν σημεία αναφοράς στην ιστορία της Φόρμουλα 1, ακριβώς γιατί κανείς δεν περίμενε κάτι τέτοιο από αυτόν. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι είχε λανθασμένη αντίδραση τόσο στο διαβόητο χτύπημα της ρόδας του στο πλάι του μονοθεσίου του Ζακ Βιλνέβ το 1997, όσο και στο επικίνδυνο κλείσιμο του Μπαριτσέλο το 2010. Το πρώτο του έγινε μάθημα και τον άλλαξε σε ένα «τζέντλεμαν» της πίστας, στο δεύτερο ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία και συνειδητοποίησε ότι καλό θα ήταν πια να αποσυρθεί, πριν τα καθυστερημένα του αντανακλαστικά τον καταστήσουν επικίνδυνο.
Η πιο έντονη στιγμή του, μάλιστα, όταν στο βελγικό γκραν πρι του 1998 όρμηξε στο γκαράζ της McLaren έτοιμος να παίξει γροθιές με τον Ντέιβιντ Κούλθαρντ, ήταν επειδή ο Σούμι τα είχε τόσο σωστά υπολογισμένα, παρά την παρανοϊκή βροχή εκείνου του μεσημεριού, αλλά ο Σκωτσέζος έκανε ένα επικίνδυνο λάθος, που -σύμφωνα με τον Γερμανό- «ήταν απόπειρα δολοφονίας μου». Ο Σουμάχερ δεν έπαιζε ποτέ με τη ζωή του. Βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο τελειότητας με τον Άιρτον Σένα. Και όμως, σήμερα φαίνεται ότι έχει σταθεί ακόμη πιο άτυχος και από εκείνον…
(Γράφτηκε για το “Κ” της Καθημερινής)