Παίζοντας με την Ιστορία: Το “Ξενοδοχείο Grand Budapest” στο μεταίχμιο δύο πολέμων
«Η Δημοκρατία της Ζουμπρόβκα πριν τον πόλεμο: Μια κεντροευρωπαϊκή μελέτη περιστατικού περί κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής αναστάτωσης». Αυτή είναι η φράση που σε υποδέχεται στο akademiezubrowka.com, το site που συνοδεύει το υπέροχο “The Grand Budapest Hotel” του Wes Anderson, ως το απαραίτητο λυσάρι που χρειάζεσαι για να συνδέσεις όλες τις τελείες σχετικά με το φόντο πάνω στο οποίο διαδραματίζεται η περιπέτεια του Mr. Gustave και του πιστού του βοηθού Zero.
Σύμφωνοι, δεν υπήρξε ποτέ Δημοκρατία της Ζουμπρόβκα. Ούτε κάποιος μεγάλος πόλεμος ξέσπασε στην Κεντρική Ευρώπη το 1932. Και βέβαια, το Ξενοδοχείο Grand Budapest δεν δέσποζε πάνω από τις Άλπεις και δεν κατεδαφίστηκε όταν η πρώτη του αίγλη έσβησε. Γιατί πολύ απλά δεν χτίστηκε ποτέ. Αλλά το παραμύθι του Anderson ελάχιστα απέχει από την κεντροευρωπαϊκή πραγματικότητα των δύο μεγάλων πολέμων. Κι αυτό είναι που τον κάνει τόσο σπουδαίο ως δημιουργό. Ομολογώ ότι είμαι fan του φανατικός. Από αυτούς που σέρνονται με τη γλώσσα έξω από τη λαχτάρα ξωπίσω του κάθε φορά που ανακοινώνει ταινία ή σκαρώνει κανα δεκάλεπτο βιντεάκι σαν αυτό ή αυτό. Αλλά ο λόγος που λάτρεψα το “Grand Budapest” ακόμη περισσότερο από τις ως τώρα ταινίες του είναι το υπέροχό του timing με μια επέτειο 100 χρόνων από την πιο πρόσφατη περίεργη εποχή που έζησε η ανθρωπότητα. Κι επειδή είμαι αρρωστάκι με την Ιστορία –και βλέποντας την ταινία έψαξα να βρω αναφορές σε κάθε της σκηνή. Εις μάτην, βέβαια. Ο Anderson είναι τέτοιος μαέστρος, ώστε την ίδια ώρα που χρησιμοποιεί με αριστουργηματικό τρόπο τους συμβολισμούς, καταφέρνει να ξεφεύγει από κάθε κοινοτοπία πραγματικής εξίσωσης με χαρακτήρες, τόπους, καταστάσεις αληθινές, καθιστώντας το τελικό αποτέλεσμα αθώο και το όποιο δράμα του πιο εύκολα διαχειρίσιμο. Δυσκολεύεσαι να κλάψεις όταν πεθαίνει ένας ήρωας του Anderson, να το πω πιο απλά. Ίσα-ίσα που σκας κι ένα χαμόγελο συνήθως.
Αυτό που δεν αλλάζει, πάντως, στο περιβάλλον μέσα στο οποίο προβάλλεται η ταινία του, είναι η επέτειος. Φέτος συμπληρώνεται ένας ακριβώς αιώνας από το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. 100 χρόνια είναι πολλά -και θα αποδειχτούν ακόμη περισσότερα όταν ξεκινήσουν τα αφιερώματα. Η ιστορική μνήμη έχει σχεδόν σβήσει. Κι ας ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ο πρώτος που καταγράφηκε σε κινούμενη εικόνα. Η σημασία του Πασεντέιλ ή της Καλλίπολης είναι αδιάφορη πια. Το ζύμωμα που οδήγησε στην επικράτηση των Μπολσεβίκων, η οριστική απελευθέρωση των γυναικών στις δυτικές κοινωνίες, το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του φόβου της Ανατολής είναι πράγματα λίγο πολύ δεδομένα τώρα, αλλά ήρθαν αναπάντεχα τότε και έπιασαν εκατομμύρια ανθρώπων απροετοίμαστους. Δεν είναι στοιχεία αυτά που θα τα βρεις στο “The Grand Budapest Hotel”. Γιατί ο Anderson ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να καταπιαστεί με την Ιστορία καθεαυτή. Αλλά θα βρεις όλη την παράνοια της εποχής, αυτή την ανακολουθία μεταξύ της ταχύτητας της μάζας και της στασιμότητας της ηγεσίας, αυτή την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ του ανείπωτου πόνου και της αμέτρητης χλιδής, αυτή την άφατη αλλά ζέουσα ταξική πάλη, αυτή την εύπλαστη ηθική και την υπερβολική ηθικολογία, που κάποια στιγμή οδήγησαν σε παρεξηγήσεις που δεν μπορούσαν πια να μαζευτούν –προφανώς γιατί έκρυβαν τόσους ανεξόφλητους λογαριασμούς από πίσω τους.
Και, βέβαια, δεν ήταν μόνο ο Α’ Παγκόσμιος. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, από τον οποίο ο Anderson επίσης δανείζεται σύμβολα, νοοτροπίες, τοπία, ήταν στην ουσία η συνέχεια του πρώτου. Το ξεκαθάρισμα εκείνων των λογαριασμών που την πρώτη φορά έφεραν τους νταήδες στα χέρια, αλλά με τα χέρια είναι δύσκολο να προκύψει οριστική κατάληξη. Χρειάζεται να βγουν και τα μαχαίρια. Ο Anderson κάνει στην ταινία αυτό που δεν τόλμησε η Ιστορία: Τους δύο πολέμους έναν. Κι επιλέγει για σκηνικό του το πιο πολυσύνθετο μόρφωμα κράτους εκείνων των χρόνων – την αυτοκρατορία που τα ξεκίνησε όλα, από ένα καπρίτσιο.
Το ξενοδοχείο φέρει το μόνο όνομα που παραπέμπει σε πραγματικό τόπο. Η Βουδαπέστη ήταν το 1914 η δεύτερη πιο σημαντική πόλη της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Πολλοί Βιεννέζοι, μάλιστα, διαμαρτύρονταν για τη σημασία που είχε αποκτήσει, που πολλές φορές έριχνε τη σκιά της πάνω στην πρωτεύουσα της Αυστοουγγαρίας. Από ‘κει και πέρα, η «γερμανικότητα» των τοπωνυμίων και των γλωσσικών αναφορών, αλλά και η πολυπολιτισμικότητα των ηρώων (με τους Κόβακς και τους Ντμίτρι της, τους Λούντβιχ και τους Χένκελς της) παραπέμπουν στο παράξενο εκείνο πράγμα που ήταν το κράτος της μακροβιότερης δυναστείας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Η μαεστρία του Anderson σε κάνει σχεδόν να νοσταλγείς –κι ας μην έχεις ζήσει- την ύπαρξη μιας χώρας σαν την Αυστοουγγαρία. Ο ίδιος, βέβαια, φροντίζει να την αποκαθηλώνει μέσα από τα ξεσπάσματα των ηρώων του, υποδηλώνοντας τη σαπίλα που υπήρχε πίσω από την ατάραχη, χαμογελαστή μέσα στην παγωμάρα της, εικόνα της.
Πλησιάζοντας όλο και περισσότερο στην 28η Ιουλίου, στην επέτειο των 100 χρόνων από το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, θα ζούνε όλο και πιο πολύ –χάρη στις αναφορές και τα αφιερώματα σ’ εκείνη την εποχή– σ’ ένα περιβάλλον σαν του “The Grand Budapest Hotel”. Περίτεχνα ο Anderson φροντίζει να διατηρεί τον πόλεμο απλά σαν μια σκιά σε όλη την ταινία και να θέτει ένα άλλο δράμα στο προσκήνιο – φαινομενικά άσχετο μ’ αυτόν. Αλλά την κρίσιμη στιγμή, είναι ο πόλεμος που δίνει τη λύση, έστω και με τρόπο τραγικό (πώς αλλιώς θα επιδρούσε ένας πόλεμος άλλωστε; Kαι, ναι, σταματάω εδώ με τα spoilers). Κάνει, βέβαια, κάτι σχεδόν ενοχλητικό: σκοτώνει όλα τα σύμβολα που έχτισε μέσα στο παραμύθι του, μετατρέποντας την εποχή πριν τον πόλεμο σε πιο όμορφη και την εποχή μετά από αυτόν σε πιο άσχημη. Είναι το μόνο ψεγάδι του “The Grand Budapest Hotel”, αλλά νομίζω ότι κι αυτό έχει γίνει επίτηδες. Όπως αρνείται να εξετάσει τo ιστορικό στοιχείο per se, έτσι αδιαφορεί στο να εξηγήσει γιατί προκαλείται ένας πόλεμος. Η δική του μεταδοτική νοσταλγία για την υπέροχη Δημοκρατία της Ζουμπρόβκα έχει να κάνει μόνο με τους χαρακτήρες που εκείνη φιλοξενούσε και όχι με τους θεσμούς ή τα έθιμά της. Η μεγαλύτερη ειρωνεία απ’ όλες, άλλωστε, είναι ο πολιτικός χαρακτήρας που δίνει το παραμυθένιο κράτος του. Η λέξη Δημοκρατία –που την ξεπερνάς βιαστικά στην αρχή, λαχταρώντας να βυθιστείς στην βελούδινη καρέκλα της κινηματογραφικής αίθουσας και να απολαύσεις το παραμύθι– είναι το πιο γλυκόπικρο αστείο απ’ όσα σου σερβίρει ο Wes Anderson στο “The Grand Budapest Hotel”.